- ατομισμός
- bencillik, bireycilik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ατομισμός — ο πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία η οποία δίνει μεγάλη αξία στο άτομο … Dictionary of Greek
ατομισμός — ο 1. η συνείδηση που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο για την αυτοτελή του ύπαρξη, υπόσταση: Καθένας έχει τον ατομισμό του. 2. η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελέστηκε με τον αυτόματο συνδυασμό ατόμων (ατομική θεωρία): Ο Λεύκιππος και ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek